κουμπουριά

κουμπουριά
η
πυροβολισμός με κουμπούρα: Τον σκότωσε με μια κουμπουριά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουμπουριά — η [κουμπούρα] 1. πυροβολισμός με κουμπούρα, πιστολιά 2. τραυματισμός ατόμου με κουμπούρα («έφαγε μια κουμπουριά στο στήθος») …   Dictionary of Greek

  • κουμπούρι — το 1. (στο παρελθόν) περιστήθιο ένδυμα με πολλά κουμπιά 2. φαρέτρα 3. κουμπούρα, περίστροφο, πιστόλι («σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια», Πολίτ.) 4. στον πληθ. τα κουμπούρια μτφ. οι μαστοί, τα βυζιά («Μαριώ μου, τα κουμπούρια σου με… …   Dictionary of Greek

  • -ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά …   Dictionary of Greek

  • πολύκομπος — (I) ον, Α αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί δυνατά («πολύκομπος αὐλός», Πολυδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόμπος (Ι) «ήχος, κρότος»]. (II) ον, Μ αυτός που κομπάζει πολύ, αυτός που φέρεται πολύ αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κομπος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”